ποδαγρικά

ποδαγρικά
ποδαγρικός
gouty
neut nom/voc/acc pl
ποδαγρικά̱ , ποδαγρικός
gouty
fem nom/voc/acc dual
ποδαγρικά̱ , ποδαγρικός
gouty
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποδαγρικάς — ποδαγρικά̱ς , ποδαγρικός gouty fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδαγρικός — ή, όν, ΜΑ [ποδάγρα] 1. αυτός που αναφέρεται στην ποδάγρα ή προέρχεται από ποδάγρα (α. «εἰ ποδαγρικῷ χρήσαιτο πάθει», Φίλων β. «νόσῳ ποδαγρικῇ καταπονηθείς», Διογ. Λαέρ.) 2. αυτός χρησιμεύει για τη θεραπεία τής ποδάγρας («ποδαγρικὸν φάρμακον», Γαλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”